- χρηστογραφία
- χρηστο-γρᾰφία, ἡ,A good or beautiful painting, Plu.Arat.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηστογραφία — ἡ, Α η χρηστή, η καλή ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + γραφία*] … Dictionary of Greek
χρηστογραφίας — χρηστογραφίᾱς , χρηστογραφία good fem acc pl χρηστογραφίᾱς , χρηστογραφία good fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek